μπερδεψοδουλειά

μπερδεψοδουλειά
η
1) путаница; 2) запутанное, сложное дело; 3) нечистое тёмное дело

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μπερδεψοδουλειά" в других словарях:

  • μπερδεψοδουλειά — η 1. υπόθεση ή περίπτωση περιπεπλεγμένη τής οποίας είναι δύσκολο να προβλεφθεί η έκβαση 2. μτφ. ύποπτη επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερδεύω (αόρ. μπέρδεψα) + δουλειά] …   Dictionary of Greek

  • μπερδεψοδουλειά — η 1. περίπλοκη δουλειά: Έχει μπερδεψοδουλειές στην επιχείρησή του. 2. παράνομη επιχείρηση, υπόθεση αμφίβολης νομιμότητας: Είχε μπερδεψοδουλειές, γι αυτό τον συνέλαβε η αστυνομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»